- συνεπιβλέπω
- ΝΜAεπιβλέπω κάτι συγχρόνως με άλλοναρχ.1. παρατηρώ κάτι συγχρόνως με κάποιον2. μελετώ, εξετάζω επιπροσθέτως («ἐπιδεικνύντος μου σφαλλομένους τοὺς ἄνευ τοῡ συνεπιβλέπειν τὸ μέγεθος... ἀποφαινομένους τι», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.